Ελάττωμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwezigheid, defect, gebrek, gemis, tekort, tekortkoming, euvel, zwakheid, mankement, afwijking, gebreken
Ελάττωμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωμα

ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελάττωμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκών στα ολλανδικά - piemel, plasser, Willy, Suske, van Willy
  • ελάσσων στα ολλανδικά - luttel, min, minderjarig, gering, karig, kleiner, klein, ...
  • ελάττωση στα ολλανδικά - afslag, achteruitgang, besnoeiing, rabat, afname, vermindering, verflauwing, ...
  • ελάφι στα ολλανδικά - hert, herten, deer, ree, herten van
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwezigheid, defect, gebrek, gemis, tekort, tekortkoming, euvel, zwakheid, mankement, afwijking, gebreken