Afwikkelen στα ελληνικά
Μετάφραση: afwikkelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, εκκαθαρίζω, επισπεύδω, συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, καταλήγω, ρευστοποιώ, χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, ηρεμήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afwijzen στα ελληνικά - απορρίπτω, σκουπίδια, χαμηλώσουμε, απορρίψει, χαμηλώστε, απορρίψουν
- afwijzing στα ελληνικά - απόρριψη, απόρριψης, την απόρριψη, απορρίψεως, η απόρριψη
- afwisselen στα ελληνικά - παραλλάζω, ποικίλλω, αναπληρωματικό, εναλλακτική, αναπληρωματικών, εναλλακτικό, αναπληρωματικού
- afwisselend στα ελληνικά - μεταβλητός, εναλλάσσω, εναλλάξ, εναλλακτικά, εκ περιτροπής, περιτροπής, διαδοχικά
Τυχαίες λέξεις
Afwikkelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, εκκαθαρίζω, επισπεύδω, συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, καταλήγω, ρευστοποιώ, χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, ηρεμήσετε
Μεταφράσεις: τελειώνω, εκκαθαρίζω, επισπεύδω, συμπεραίνομαι, συμπεραίνω, καταλήγω, ρευστοποιώ, χαλαρώστε, χαλαρώσετε, να χαλαρώσετε, χαλαρώσουν, ηρεμήσετε