Λέξη: σπάνιος

Σχετικές λέξεις: σπάνιος

σπάνιοσ συνώνυμα, σπάνιος συνώνυμο, σπάνιος υποφυσιακός (δευτεροπαθής) υποθυρεοειδισμός

Συνώνυμα: σπάνιος

αραιός, μισοψημένος, μισοψημένο, ολιγόψητος, σχεδόν άψητος, όχι συχνός

Μεταφράσεις: σπάνιος

σπάνιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scarce, rare, infrequent, a scarce, a rare

σπάνιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
raro, apenas, escaso, ralo, rara, raras, raros, poco frecuente

σπάνιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaum, knapp, blutig, selten, rar, ausgefallen, seltenen, seltene, seltener, seltenes

σπάνιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mince, singulier, saignant, extraordinaire, exceptionnel, rare, maigre, unique, difficilement, rares, rarement

σπάνιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appena, rado, scarso, raro, rara, rari, rare

σπάνιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raro, precioso, rápido, rara, raros, raras

σπάνιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lastig, zeldzaam, ongemeen, schaars, zeldzame, zelden, ongewoon

σπάνιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
редкий, разреженный, жидкий, негустой, уникальный, мизерный, необычный, превосходный, недоваренный, скудный, недостаточный, необыкновенный, дефицитный, замечательный, редкостный, сыроватый, редко, редки, редкое, редкость

σπάνιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
neppe, sjelden, knapp, sjeldne, sjeldent, rare

σπάνιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knappast, sällsynt, sällsynta, ovanligt, sällan, ovanliga

σπάνιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavaton, vajaa, kehno, harvinainen, tuskin, erikoinen, harvinaisia, harvinaista, harvinaisten, harvinaiset

σπάνιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjælden, sjældne, sjældent

σπάνιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ojedinělý, výjimečný, vzácný, unikátní, neobyčejný, skromný, řídký, vzácné, vzácná, vzácných, zřídka

σπάνιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedostateczny, krwisty, nieczęsty, rzadki, skąpy, niewystarczający, niezwykły, znikomy, rzadko, rzadkie, rzadkich, rzadkim

σπάνιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ritka, ritkán, a ritka, ritkák

σπάνιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nadir, ancak, seyrek, sadece, nadirdir, ender, nadir bir, nadir görülen

σπάνιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мізерний, ракетка, рідкий, дефіцитний, рідкісний, рідкісна, окремий

σπάνιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mezi, rrallë, i rrallë, rralla, të rralla, e rrallë

σπάνιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рядък, редки, рядко, рядка, рядкост

σπάνιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэдкі

σπάνιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haruldane, pooltoores, vähene, harvaesinev, napp, harv, haruldaste, harvadel, haruldased

σπάνιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izuzetan, prorijeđen, rijedak, deficitaran, razrijeđen, jedva, nedovoljan, rijetka, rijetko, rijetki, rijetke

σπάνιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fágætur, sjaldgæft, sjaldgæf, örsjaldan, sjaldgæfur, örsjaldan fyrir

σπάνιος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rarus

σπάνιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vos, tik, retas, reti, retai, reta, retos

σπάνιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tikko, rets, reti, reta, retas

σπάνιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ретки, ретко, редок, ретките, ретка

σπάνιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
doar, rar, rare, rară, rara, de rare

σπάνιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redki, redko, redke, redka, redek

σπάνιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedostatkový, zriedkavý, vzácny, zriedkavé
Τυχαίες λέξεις