Agent στα ελληνικά

Μετάφραση: agent, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστυφύλακας, πράκτορας, παράγων, μεσίτης, αστυνόμος, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
Agent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afzwering στα ελληνικά - απάρνηση, αποκήρυξη, απάρνηση διά όρκου
  • agenda στα ελληνικά - ημερήσια διάταξη, ημερήσια, ημερήσιας διάταξης, ατζέντα, ατζέντας
  • agentschap στα ελληνικά - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • ageren στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Τυχαίες λέξεις
Agent στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστυφύλακας, πράκτορας, παράγων, μεσίτης, αστυνόμος, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα