Πράκτορας στα ολλανδικά
Μετάφραση: πράκτορας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
makelaar, vertegenwoordiger, agent, dealer, middel, agens, stof
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πράκτορας
πράκτορας οπαπ, πράκτορασ λογισμικού, πράκτορασ τησ ευπ, πράκτορας στο τσακ, πράκτορας 007, πράκτορας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πράκτορας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πράγμα στα ολλανδικά - stuk, deel, onderwerp, mikpunt, spul, zaak, voorwerp, ...
- πράγματι στα ολλανδικά - heel, waarlijk, erg, waarachtig, heus, metterdaad, werkelijk, ...
- πράμα στα ολλανδικά - spul, grondstof, zelfstandigheid, weefsel, substantie, dingen, goedje, ...
- πράξη στα ολλανδικά - uitvoeren, totaal, uitbrengen, somma, summa, uitwerken, werking, ...
Τυχαίες λέξεις
Πράκτορας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: makelaar, vertegenwoordiger, agent, dealer, middel, agens, stof
Μεταφράσεις: makelaar, vertegenwoordiger, agent, dealer, middel, agens, stof