Αστυφύλακας στα ολλανδικά

Μετάφραση: αστυφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
agent, politieagent, Constable, veldwachter, konstabel
Αστυφύλακας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυφύλακας

μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακας αυτοκτόνησε, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας γιάννης βαρύς, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αστυφύλακας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομεύω στα ολλανδικά - politie, policing, politiewerk, politieoptreden, politiezorg
  • αστυνόμος στα ολλανδικά - agent, politieagent, maarschalk, Marshal, hofmaarschalk, marshall, maarschalk van
  • αστός στα ολλανδικά - stedeling, Townsman, stadsgenoot, plaatsgenoot, stadsmens
  • ασυδοσία στα ολλανδικά - onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling
Τυχαίες λέξεις
Αστυφύλακας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: agent, politieagent, Constable, veldwachter, konstabel