Apotheker στα ελληνικά

Μετάφραση: apotheker, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, φαρμακοποιού
Apotheker στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostrof στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
  • apotheek στα ελληνικά - φαρμακείο, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
  • apparaat στα ελληνικά - τοποθετώ, τέχνασμα, συσκευή, καθορισμένος, μηχάνημα, άνεση, συσκευής, ...
  • appartement στα ελληνικά - διαμέρισμα, επίπεδος, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Τυχαίες λέξεις
Apotheker στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, φαρμακοποιού