Arbitrage στα ελληνικά
Μετάφραση: arbitrage, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeidzaam στα ελληνικά - εργατικός, εργατικοί, εργατικό, εργατικούς, εργατικές
- arbiter στα ελληνικά - διαιτητής, διαιτητή, του διαιτητή
- arbitrair στα ελληνικά - αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο
- archaïsch στα ελληνικά - αρχαίος, απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
Τυχαίες λέξεις
Arbitrage στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
Μεταφράσεις: διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική