Λέξη: αναταραχή

Σχετικές λέξεις: αναταραχή

αναταραχή σε δημοτικό σχολείο, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή φύλου, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή σε δημοτικό σχολείο για 2 20 ευρώ, αναταραχή σε δημοτικό σχολείο επειδή χάθηκαν... 2 20 ευρώ, ψυχαναγκαστική αναταραχή

Συνώνυμα: αναταραχή

ανησυχία, ταραχή, αναβρασμός, οχλαγωγία, ανακίνηση, σάλος, πρόσμιξη από ανατάραξη, φασαρία, αναστάτωση, συγκλονισμός

Μεταφράσεις: αναταραχή

αναταραχή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commotion, flurry, unrest, turmoil, agitation, disorder

αναταραχή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
movimiento, ráfaga, disturbios, malestar, inquietud, los disturbios, el malestar

αναταραχή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewühl, bewegung, krawall, erschütterung, aufregung, Unruhe, Unruhen, Unzufriedenheit

αναταραχή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émoi, scandale, cafouillage, mouvement, agitation, secousse, chahut, tumulte, désordre, confusion, remue-ménage, rafale, convulsion, bagarre, vacarme, trouble, troubles, des troubles, l'agitation, les troubles

αναταραχή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commozione, tumulto, agitazione, disordini, agitazioni, inquietudine, tensioni

αναταραχή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitação, alvoroço, desassossego, inquietação, distúrbios, instabilidade

αναταραχή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
agitatie, opschudding, woeling, troebelen, onrust, kabaal, beweging, onlusten, de onrust, storing

αναταραχή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
движение, хай, волнение, заваруха, суматоха, потрясение, встряска, суета, смятение, разруха, шквал, сотрясение, сутолока, беспокойство, переполошить, переполох, беспорядки, волнения, беспорядков, волнений

αναταραχή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevegelse, uro, uroen, uroligheter, urolighetene

αναταραχή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, uppståndelse, oväsen, oro, oron, oroligheter, oroligheterna, oroen

αναταραχή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyörinä, hässäkkä, nolottaa, hälinä, hämmentää, hälistä, sekamelska, tohina, levottomuudet, levottomuuksien, levottomuuksia, levottomuutta, levottomuuksista

αναταραχή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uro, uroligheder, uroen, urolighederne

αναταραχή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozruch, rozrušení, otřes, zmatek, ruch, bouře, nepokoj, vzruch, pozdvižení, zmítání, neklid, nepokoje, nepokojů, neklidu

αναταραχή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wstrząs, rozgardiasz, poruszenie, podniecenie, zdenerwować, szkwał, poruszać, wichura, śnieżyca, zamieszanie, zamieszki, niepokój, ferment, niepokoje, niepokojów

αναταραχή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugtalanság, zavargások, nyugtalanságot, elégedetlenség, a nyugtalanság

αναταραχή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şamata, hareket, huzursuzluk, kargaşa, huzursuzluklar, huzursuzluğun, huzursuzluğu

αναταραχή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розруха, зворушення, струс, сум'яття, хвилювання, заворушення, безлади, безладдя, безпорядки, безлад

αναταραχή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shqetësim, trazirat, trazira, trazirave, trazirat e

αναταραχή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокойствие, смут, вълнения, размирици, безредици

αναταραχή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беспарадкі, непарадкі

αναταραχή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuisupahvak, närvitsema, sagin, ärevus, puhang, rahutus, rahutused, rahutusi, rahutuste, rahulolematus

αναταραχή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metež, uzbuđenje, nemir, nemiri, nemira, nereda, nemiri su

αναταραχή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, ólgu, ólga, órói, óróa, óróleika

αναταραχή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tumor

αναταραχή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neramumai, neramumų, neramumus, nepasitenkinimas, riaušės

αναταραχή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemieri, nemieru, nemierus, nemiers, nemieriem

αναταραχή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
немири, безредија, немир, немирите, безредијата

αναταραχή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neliniște, tulburări, tulburari, tulburările, tensiuni

αναταραχή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nemiri, nemir, nemirov, nemire, Unrest

αναταραχή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poryv, nepokoj, nekľud, agitácia, nepokoje, nepokoja
Τυχαίες λέξεις