Λέξη: ανασφαλής
Σχετικές λέξεις: ανασφαλής
ανασφαλής σύντροφος, ανασφαλής γυναίκα, ανασφαλής άντρας, ανασφαλής άνθρωπος, ανασφαλής προσκόλληση, ανασφαλής αγγλικά, ανασφαλής συνώνυμα, είμαι ανασφαλής
Συνώνυμα: ανασφαλής
επισφαλής
Μεταφράσεις: ανασφαλής
ανασφαλής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insecure, unsafe, of insecure
ανασφαλής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inseguro, inseguridad, insegura, inseguros, inseguras
ανασφαλής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
riskant, unsicher, risikoreich, unsicheren, unsichere, unsicherer, verunsichert
ανασφαλής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précaire, hésitant, incertain, indécis, risqué, variable, chanceux, douteux, aléatoire, chancelant, peu sûr, anxieux, inquiet, insécurité, l'insécurité
ανασφαλής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
malsicuro, insicuro, insicura, insicuri, insicurezza, insicure
ανασφαλής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inseguro, insegura, inseguros, insegurança, inseguras
ανασφαλής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onzeker, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
ανασφαλής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
небезопасный, ненадежный, опасный, непрочный, сомневающийся, рискованный, небезопасно, неуверенно, небезопасным, небезопасные
ανασφαλής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usikker, utrygg, usikre, usikkert, utrygge
ανασφαλής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osäker, osäkra, osäkert, otrygga, otrygg
ανασφαλής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turvaton, epävarma, epävarmoja, epävarmoissa, epävarmojen
ανασφαλής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usikker, usikre, usikkert, utilstrækkeligt fastgjort, utryg
ανασφαλής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozkolísaný, riskantní, nejistý, nejistá, nejisté, nejistí, nejistě
ανασφαλής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepewny, niebezpieczny, niezabezpieczony, niepewnie, niebezpieczne, niepewna
ανασφαλής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizonytalan, biztonságos, nem biztonságos, a bizonytalan, bizonytalanok
ανασφαλής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emniyetsiz, güvensiz, güvenli olmayan, güvensiz bir, güvencesiz
ανασφαλής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комахи, небезпечний
ανασφαλής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pasigurt, pasigurt, të pasigurt, pasigurtë, të pasigurtë
ανασφαλής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
несигурен, несигурни, несигурна, несигурно, ненадежден
ανασφαλής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
небяспечны, небясьпечны
ανασφαλής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebakindel, ebakindlad, ebakindla, on ebakindel, ebakindlalt
ανασφαλής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepouzdan, nesiguran, nesigurno, nesigurni, nesigurnim
ανασφαλής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óörugg, ótraustur, óöryggi, óöruggt, óöruggur
ανασφαλής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesaugus, nesaugūs, nepatikimas, nesaugi, nesaugiai
ανασφαλής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nedrošs, nedroši, nedrošas, nestabils, nepārliecinoši
ανασφαλής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
несигурен, несигурни, небезбедна, несигурно, несигурна
ανασφαλής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nesigur, nesigure, nesigură, nesiguri, nesigura
ανασφαλής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
negotov, negotovo, nezanesljivo, negotove, nezanesljiv
ανασφαλής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neistý, riskantní, neisté, nejasný, neistá, neurčitý
Τυχαίες λέξεις