Λέξη: αστός
Σχετικές λέξεις: αστός
αστός ορισμός, ο αστόσ, μέσος αστός
Συνώνυμα: αστός
συμπολίτης
Μεταφράσεις: αστός
αστός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
townsman, commoner, bourgeois, a bourgeois, urbane
αστός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
habitante de la ciudad, citadino, hombre de ciudad, paisano, conciudadano
αστός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman
αστός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
citadin, bourgeois, compatriote, concitoyen, homme de la ville
αστός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cittadino, townsman, Cittadino, concittadino, borghese, compaesano
αστός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
citadino, cidadão, de cidadão, um cidadão, cidadão de
αστός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stedeling, Townsman, stadsgenoot, plaatsgenoot, stadsmens
αστός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
согражданин, горожанин, житель города, горожанина, обыватель, жителя города
αστός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bykaren, bykar, Townsman, bymannen, av Townsman
αστός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
townsman, BORGAREN, borgare, stadsbo
αστός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaupunkilainen, Townsman, kaupunkilaismies
αστός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Townsman, Borgermand, bybo, bysbarn
αστός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
měšťák, měšťan, měšťanem, měšťanský
αστός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszczuch, mieszczanin, radca, Townsman, mieszczanina, ziomka, mieszczańskim
αστός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
városlakó, polgárház, készült polgárház
αστός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hemşehri, Townsman, şehirli, Hemşehrim
αστός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
городянин, співгромадянин, й городянин, містянин, міщанин
αστός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkëqytetar, qytetar
αστός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съгражданин, гражданин
αστός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гараджанін, гараджанін жа, падстаркаваты гараджанін
αστός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaaslinlane, linnaelanik, linlane, Kaupunkilainen, Kaupunkilaismies, Linnamehest
αστός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
varošanin, građanin, mještanin
αστός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bæjarmaðurinn, Bæjarmaður
αστός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Mieszczanin, Townsman
αστός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pilsētnieks
αστός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
townsman
αστός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orășean, citadin, concetățean, târgoveț
αστός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
meščana, Državljan, Varošanin
αστός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
meštiak, Měšťák, Buržoa
Τυχαίες λέξεις