Assembleren στα ελληνικά
Μετάφραση: assembleren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολογώ, συναθροίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aspirine στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
- assemblee στα ελληνικά - συνέλευση, ομήγυρη, Συνέλευσης, Συνέλευσης των, Συνέλευση των, Συνέλευση του
- assignatie στα ελληνικά - εκχώρηση, ανάθεση, εκχώρησης, ανάθεσης, αποστολή
- assimilatie στα ελληνικά - απορρόφηση, αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
Τυχαίες λέξεις
Assembleren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, συναθροίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, συναθροίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν