Beheersen στα ελληνικά

Μετάφραση: beheersen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, βασιλεύω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, προσταγή, εξουσιάζω, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Beheersen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beheer στα ελληνικά - διοικητικός, διοίκηση, χορήγηση, κατεύθυνση, κυβέρνηση, διαχείριση, διαχείρισης, ...
  • beheerder στα ελληνικά - σκηνοθέτης, θεματοφύλακας, διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, ...
  • beheerser στα ελληνικά - αυτεξούσιος, ρίγα, ανεξάρτητος, χάρακας, αυτόνομος, ηγεμόνας, κυρίαρχος, ...
  • behelzen στα ελληνικά - συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Beheersen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, βασιλεύω, έλεγχος, διατάζω, προστάζω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, προσταγή, εξουσιάζω, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού