Behoefte στα ελληνικά
Μετάφραση: behoefte, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγκη, έλλειψη, απαίτηση, υστέρημα, απαιτώ, ζήτηση, ζητώ, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behoeden στα ελληνικά - εκτός, αποκρούω, προστατεύω, ξαλαφρώνω, διασώζω, αποταμιεύω, ανακουφίζω, ...
- behoedzaam στα ελληνικά - εφεκτικός, επιφυλακτικός, προσεκτικός, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, συγκρατημένα, ...
- behoeven στα ελληνικά - ζήτηση, απαιτώ, μπλέκω, χρειάζομαι, παίρνω, ρωτώ, απαίτηση, ...
- behoorlijk στα ελληνικά - πρέπων, διορθώνω, εύσχημος, σωστά, ευπρεπέστατα, πρόσφορος, σωστός, ...
Τυχαίες λέξεις
Behoefte στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγκη, έλλειψη, απαίτηση, υστέρημα, απαιτώ, ζήτηση, ζητώ, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Μεταφράσεις: ανάγκη, έλλειψη, απαίτηση, υστέρημα, απαιτώ, ζήτηση, ζητώ, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε