Απαίτηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απαίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eisen, verzoek, vorderen, eis, vereisen, vraag, behoeven, rekenen, vergen, opeisen, behoefte, noodzaak, vereiste, verplichting, voorwaarde
Απαίτηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαίτηση

απαίτηση ενεργειακού πιστοποιητικού, απαίτηση εκκαθαρισμένη, απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, απαίτηση από συναλλαγματική παραγραφή, απαίτηση συνώνυμα, απαίτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαίτηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαίσια στα ολλανδικά - afschuwelijk, verschrikkelijk, vreselijke, vreselijk, verschrikkelijke
  • απαίσιος στα ολλανδικά - vies, snood, kwaadaardig, beroerd, afgrijselijk, vuil, afschuwelijk, ...
  • απαγορευμένο στα ολλανδικά - taboe, verboden, toegestaan, niet toegestaan, verboden is
  • απαγορεύω στα ολλανδικά - verbod, verbieden, verhoeden, voorkomen, te verbieden, verhoede, verbiedt, ...
Τυχαίες λέξεις
Απαίτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eisen, verzoek, vorderen, eis, vereisen, vraag, behoeven, rekenen, vergen, opeisen, behoefte, noodzaak, vereiste, verplichting, voorwaarde