Bekendmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: bekendmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβουλεύω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, καμαρίλα, ειδοποιώ, συνιστώ, ανακοινώσει, ανακοινώνει, ανακοινώσω, ανακοινώσουμε, ανακοινώνουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bekende στα ελληνικά - οικειότητα, γνωριμία, γνωστός, γνωστές, γνωστή, γνωστό, γνωστά
- bekendheid στα ελληνικά - γνωριμία, οικειότητα, γνώση, γνώσεις, κακή φήμη, φήμη, την κακή φήμη, ...
- bekendmaking στα ελληνικά - κήρυξη, παρατηρώ, πίνακας, ανακοίνωση, εξαγγελία, ανακοίνωσης, αναγγελία, ...
- bekennen στα ελληνικά - διακηρύσσω, αναγνωρίζω, ομολογώ, εισάγω, παραδέχομαι, εξομολογώ, ομολογήσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Bekendmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβουλεύω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, καμαρίλα, ειδοποιώ, συνιστώ, ανακοινώσει, ανακοινώνει, ανακοινώσω, ανακοινώσουμε, ανακοινώνουμε
Μεταφράσεις: συμβουλεύω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, καμαρίλα, ειδοποιώ, συνιστώ, ανακοινώσει, ανακοινώνει, ανακοινώσω, ανακοινώσουμε, ανακοινώνουμε