Belenden στα ελληνικά
Μετάφραση: belenden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται
Μεταφράσεις
- beleid στα ελληνικά - διπλωματικότητα, πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, της πολιτικής, πολιτικής για
- belemmeren στα ελληνικά - εμποδίζω, αντιτίθεμαι, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρενοχλώ, ενοχλώ, φράζω, ...
- beletsel στα ελληνικά - στένωση, παρακώλυση, παρεμβολή, εμπόδιο, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
- beletten στα ελληνικά - αποτρέπω, εμποδίζω, προλαβαίνω, περιορίζω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Belenden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται
Μεταφράσεις: εφάπτομαι, συνορεύω, γειτονεύω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται