Συνορεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνορεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belenden, aanliggen, grenzen aan, abut, grenzen
Συνορεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνορεύω

συνορεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνορεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνομιλώ στα ολλανδικά - tegengesteld, averechts, omgekeerd, converseren, spreken, praten, gesprek, ...
  • συνομοσπονδία στα ολλανδικά - bondsstaat, confederatie, federatie, Confederation, verbond, statenbond
  • συνουσία στα ολλανδικά - geslachtsdaad, paring, gemeenschap, omgang, verkeer, geslachtsgemeenschap, vrijen
  • συνοφρυώνομαι στα ολλανδικά - frons, fronsen, frown
Τυχαίες λέξεις
Συνορεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: belenden, aanliggen, grenzen aan, abut, grenzen