Bemoediging στα ελληνικά

Μετάφραση: bemoediging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει
Bemoediging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beminnenswaardig στα ελληνικά - αξιαγάπητος, αξιαγάπητο, αξιαγάπητη, αξιέραστος, ερωτεύσιμος
  • bemoedigen στα ελληνικά - παρηγορώ, εγκαρδιώ, ενθαρρύνω, εμψυχώνω
  • ben στα ελληνικά - κοφίνι, πανέρι, καλάθι, am, είμαι, Με, βρίσκομαι, ...
  • benadelen στα ελληνικά - βλάπτω, βλάβη, μειονέκτημα, μειονεκτική θέση, μειονεκτική, βάρος, μειονεκτήματα
Τυχαίες λέξεις
Bemoediging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθάρρυνση, ενθάρρυνσης, την ενθάρρυνση, προώθηση, ενθαρρύνει