Εξάρτημα στα αγγλικά

Μετάφραση: εξάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
component, fitment, accessory, part, fitting
Εξάρτημα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξάρτημα

fitment
  • εξάρτημα
component
  • συστατικό
  • συνιστώσα
  • εξάρτημα
  • μέρος
dependency
  • εξάρτηση
  • χώρα εξαρτώμενη
  • εξάρτημα
  • κτήση
appurtenance
  • εξάρτημα

Σχετικές λέξεις: εξάρτημα

εξάρτημα χορτοκοπτικού μεγίστης αποδόσεως, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b, εξάρτημα συνώνυμο, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b τιμη, εξάρτημα handsfree για ασύρματα τηλέφωνα, εξάρτημα λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξάρτημα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εξάπτω στα αγγλικά - kindle, excite, flush
  • εξάρθρωση στα αγγλικά - dislocation, sprain, dismantling, dismantle, dismantling of
  • εξάρτηση στα αγγλικά - dependency, dependence, reliance, dependent, depending
  • εξάτμιση στα αγγλικά - evaporation, exhaust, vaporization, muffler, exhaust pipe
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτημα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: component, fitment, accessory, part, fitting