Berechten στα ελληνικά
Μετάφραση: berechten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beproeving στα ελληνικά - εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, δίκη, βάσανο, δοκιμάζω, ...
- beramen στα ελληνικά - σχέδιο, σχεδιάζω, εφευρίσκω, οικόπεδο, οικοπέδου, πλοκή, διάγραμμα, ...
- berechting στα ελληνικά - δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
- bereiden στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
Τυχαίες λέξεις
Berechten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Μεταφράσεις: κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή