Λέξη: συναισθηματικός
Σχετικές λέξεις: συναισθηματικός
συναισθηματικός τομέας, συναισθηματικόσ πόνοσ, συναισθηματικός τομέας bloom, συναισθηματικός συνώνυμο, συναισθηματικός εγγραμματισμός, συναισθηματικός τύπος, συναισθηματικός κόσμος, συναισθηματικός χειρισμός, συναισθηματικός εγκεφαλος, συναισθηματικόσ αυτισμόσ
Μεταφράσεις: συναισθηματικός
συναισθηματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emotional, sentimental, affective, the emotional, an emotional
συναισθηματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emocional, sentimental, emocionales, emotivo, emotiva
συναισθηματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
emotional, gefühlsmäßig, gefühlsduselig, sentimental, seelisch, emotionale, emotionalen, bewegt, emotionaler
συναισθηματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
émotionnel, émotif, affectif, sentimental, émotionnelle, affective
συναισθηματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emotivo, sentimentale, emotiva, emozionale, impressionabile, emotivi
συναισθηματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emocional, emocionais, emotivo, afetivo
συναισθηματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sentimenteel, emotionele, emotioneel, de emotionele, emoties
συναισθηματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сентиментальный, патетический, взволнованный, эмоциональный, волнующий, душевный, эмоциональное, эмоциональная, эмоциональной, эмоционального
συναισθηματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sentimental, emosjonelle, emosjonell, følelsesmessig, følelsesmessige, emosjonelt
συναισθηματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sentimental, emotionell, emotionella, känslomässiga, känslomässig, känslomässigt
συναισθηματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imelä, herkkä, hempeä, tunteellinen, tunnepitoinen, tunneperäinen, emotionaalinen, emotionaalista, emotionaalisia, emotionaalisen
συναισθηματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
følelsesmæssige, følelsesmæssig, følelsesladet, emotionel, emotionelle
συναισθηματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozcitlivělý, citový, dojmový, emoční, sentimentální, emocionální, emotivní, citové
συναισθηματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łzawy, uczuciowy, czułostkowy, wzruszający, sentymentalny, ckliwy, emocjonalny, emocjonalne, emocjonalna, emocjonalnego
συναισθηματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érzelmi, emocionális, az érzelmi, lelki, érzelmes
συναισθηματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duygusal, emosyonel, duygusal bir, duygu
συναισθηματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилюючий, розхвильований, збентежений, емоційний, емоційне, емоційна
συναισθηματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emocional, emocionale, emocionale të
συναισθηματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
емоционален, емоционална, емоционално, емоционалното, емоционални
συναισθηματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эмацыйны, эмацыянальны
συναισθηματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sentimentaalne, emotsionaalne, tundeline, emotsionaalse, emotsionaalset, emotsionaalsed, emotsionaalsete
συναισθηματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjećajan, ganut, emocionalan, emocionalnu, emotivan, emocionalni, emocionalno, emocionalna
συναισθηματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilfinningalega, tilfinningaleg, tilfinningalegt, tilfinningalegum, tilfinningalegan
συναισθηματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvasinis, emocinis, emocinės, emocinė, emocinę, emocinį
συναισθηματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sentimentāls, emocionāls, emocionālo, emocionālā, emocionāla, emocionālu
συναισθηματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
емоционални, емотивна, емоционална, емоционален, емоционално
συναισθηματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
emoțional, emoțională, emotionala, emotional, emoționale
συναισθηματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sentimentální, čustvena, čustveno, čustveni, čustvene, emocionalna
συναισθηματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
emoční, citový, emocionálny, citovom, jeho citovom
Τυχαίες λέξεις