Bespoedigen στα ελληνικά

Μετάφραση: bespoedigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρα, επισπεύδω, επιταχύνω, ταχύτητα, τρέχω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Bespoedigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bespieden στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
  • bespieder στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
  • bespottelijk στα ελληνικά - περίγελος, χαζός, γελοίος, γελοίο, γελοία, γελοίες, αστείο
  • bespotten στα ελληνικά - χλευάζω, σαρκάζω, περιγελώ, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, ...
Τυχαίες λέξεις
Bespoedigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρα, επισπεύδω, επιταχύνω, ταχύτητα, τρέχω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την