Bestorming στα ελληνικά
Μετάφραση: bestorming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
Μεταφράσεις
- bestendig στα ελληνικά - διαρκείας, αδιάκοπος, αδιάπτωτος, μόνιμος, σταθερός, συνεχής, σταθερή, ...
- bestendiging στα ελληνικά - συνέχεια, συνέχιση, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
- bestraffen στα ελληνικά - τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
- bestraffing στα ελληνικά - διόρθωμα, ποινή, διόρθωση, πειθαρχώ, πρόστιμο, πειθαρχία, τιμωρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Bestorming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση