Λέξη: κατασταλαγμένος
Μεταφράσεις: κατασταλαγμένος
κατασταλαγμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confirmed, the clarified
κατασταλαγμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empedernido, el, la, del, los, al
κατασταλαγμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notorisch, bestätigt, bestätigte, die geklärte, der geklärte, das geklärte, das gereinigte, den geklärten
κατασταλαγμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incorrigible, confirmée, confirmé, indécrottable, confirmées, confirmés, confirmèrent, confirmâmes, confirma, confirmai, l', le, la, du, les
κατασταλαγμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
la, il, del, della
κατασταλαγμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
o, a, do, da, no
κατασταλαγμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
de geklaarde, het geklaarde, na de geklaarde
κατασταλαγμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закоснелый, подтвержденный, заправский, закоренелый, заядлый, завзятый, убежденный, хронический
κατασταλαγμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
det, den, på, i, de
κατασταλαγμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
den klarnade, det klarade, det klarnade, den klarade, den klargjorda
κατασταλαγμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
det klarede, den klarede, den klargjorte, den klare, af det klarede
κατασταλαγμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nenapravitelný, nepolepšitelný
κατασταλαγμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałogowy, niepoprawny
κατασταλαγμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
a, az
κατασταλαγμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıklık, açıkladı, açıklığa, açıklanmıştır, berraklaştırılmış
κατασταλαγμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хронічне, підтверджений, переконаний, закоренілий, пояснив, пояснило
κατασταλαγμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избистреният, избистрения, прочистеният, Прояснената, избистрената
κατασταλαγμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
растлумачыў, патлумачыў
κατασταλαγμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veendunud, paadunud
κατασταλαγμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potvrđen, potvrdio, dokazao, potvrđuju, potvrđena
κατασταλαγμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hreinsaða, tæra, tæru
κατασταλαγμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прочистена
κατασταλαγμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objasniť, vyjasniť, objasnenie, vysvetliť, ujasniť
Τυχαίες λέξεις