Λέξη: ασβέστης

Σχετικές λέξεις: ασβέστης

ασβέστης τιμή, ασβέστης ουρολόγος, ασβέστης αγγλικά, ασβέστης στα δέντρα, ασβέστης για γλυκά, ασβέστης ντομάτα, ασβέστης σκόνη, ασβέστης χαράλαμπος, ασβέστης χάρης, ασβέστης ουρολόγος κολωνάκι

Συνώνυμα: ασβέστης

λάιμ, είδος μικρού λεμονιού, ιξός, φιλύρα

Μεταφράσεις: ασβέστης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lime, lime is, imestone
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cal, lima, de cal, limón, la cal
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
linde, lindenbaum, limone, limette, lindenholz, kalk, lime, Limette, Limetten, Linden
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaux, tilleul, calcaire, citron vert, la chaux, lime, de chaux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tiglio, calce, lime, di calce, di lime
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cal, membro, lima, limão, de cal, de limão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalk, linde, limoen, lime
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
известь, извёстка, липа, известковать, золить, известка, лайм, извести, лайма, известково
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kalk, lind, lime
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kalk, lind, lime, limefrukt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lehmus, kalkki, lime, kalkkia, kalkin, limen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kalk, lime, lime-, kalksten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vápencový, lípa, vápenec, vápno, vápenný, lime, vápenné, lipové
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nawapniać, wapnować, wapno, lipa, wapienny, wapna, lime
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hárs, borostyánszín, kutyaszíj, lime, mész, meszet, meszes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kireç, lime, limon, kireci, ıhlamur
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кінцівки, лайм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëlqere, bli, gëlqeres, limonit, gëlqereje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вар, лайм, липа, варо, варова
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вапна, лайм
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laim, lubi, lubja, laimi, lime, laimi-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kreč, lipa, vapno, vapna, vapneno, limeta
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lime, kalk, kalki, límónu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalkės, kalkių, liepų, žaliųjų citrinų, laimų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaļķi, liepa, laima, kaļķa, kaļķu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вар, лимета, варов, липа, варовник
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
var, tei, lămâie verde, de var, lime
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lípa, apno, lime, apna, limete, apnom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vápno, vápna, lime, vápenatý
Τυχαίες λέξεις