Betrekking στα ελληνικά
Μετάφραση: betrekking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανόηση, γραφείο, σταθμός, σκοπός, ρόλος, μέρος, τόπος, πόστο, ταχυδρομώ, τοποθετώ, βούλα, σπυρί, λειτουργία, χρησιμοποιώ, χρήση, εντοπίζω, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betrekkelijk στα ελληνικά - συγγενής, συγκριτικά, σχετικά, συγκριτικώς
- betrekken στα ελληνικά - εμπλέκω, συνεπάγονται, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, αφορούν
- betreuren στα ελληνικά - φθονώ, απήγανος, λύπη, λυπάμαι, μετανιώνω, μετανιώσετε, λυπούμαι
- betreurenswaardig στα ελληνικά - συγγνώμη, θλιβερός, ατυχής, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, οικτρός, λυπηρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Betrekking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανόηση, γραφείο, σταθμός, σκοπός, ρόλος, μέρος, τόπος, πόστο, ταχυδρομώ, τοποθετώ, βούλα, σπυρί, λειτουργία, χρησιμοποιώ, χρήση, εντοπίζω, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά
Μεταφράσεις: κατανόηση, γραφείο, σταθμός, σκοπός, ρόλος, μέρος, τόπος, πόστο, ταχυδρομώ, τοποθετώ, βούλα, σπυρί, λειτουργία, χρησιμοποιώ, χρήση, εντοπίζω, σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά