Προσόν στα αγγλικά

Μετάφραση: προσόν, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
virtue, qualification, asset, skill, advantage, qualification is
Προσόν στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσόν

asset
  • κεφάλαιο
  • προσόν
resource
  • πόρος
  • μέσο
  • προσόν
  • εφευρετικότητα
attainment
  • επίτευξη
  • επίτευγμα
  • προσόν
qualification
  • προσόν
  • τροποποίηση
  • επιφύλαξη
  • όρος

Σχετικές λέξεις: προσόν

το προσόν, προσόν συνώνυμο, προσόν πλανετ, προσόν στα αγγλικά, προσόν συνώνυμα, προσόν λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσόν στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • προσωρινά στα αγγλικά - temporarily, momentarily, provisionally, provisional, temporary, interim
  • προσωρινός στα αγγλικά - provisional, temporary, interim, a provisional, the provisional
  • προτέρημα στα αγγλικά - virtue, advantage, aptitude, merit, recommendation, asset, advantage of
  • προτίμηση στα αγγλικά - fancy, preference, preferably
Τυχαίες λέξεις
Προσόν στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: virtue, qualification, asset, skill, advantage, qualification is