Bevoorraden στα ελληνικά
Μετάφραση: bevoorraden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσφέρω, παροχή, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, καθιστώ, κάνω, προμήθεια, προνοώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bevoelen στα ελληνικά - υφή, νόημα, νιώθω, σωφροσύνη, αίσθημα, εμπειρία, αισθάνομαι, ...
- bevolking στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
- bevoorrading στα ελληνικά - χορήγηση, παροχή, προμήθεια, μέριμνα, παρέχω, εφοδιασμού, προσφοράς, ...
- bevorderen στα ελληνικά - προάγω, προκαταβάλλω, ενισχύω, προωθώ, παραπέρα, μακρύτερος, περαιτέρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Bevoorraden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσφέρω, παροχή, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, καθιστώ, κάνω, προμήθεια, προνοώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Μεταφράσεις: προσφέρω, παροχή, χορήγηση, επιπλώνω, παρέχω, προμηθεύω, καθιστώ, κάνω, προμήθεια, προνοώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει