Λέξη: αταξία

Σχετικές λέξεις: αταξία

αταξία του φρίντραϊχ, αταξια τηλεαγγειεκτασία, αταξία τελαγγειεκτασία, αταξία του φρίτραϊχ, αταξία ορισμός, αταξία τηλαγγειεκτασία, αταξία του friedreich, αταξία εγκεφάλου, αταξία του φρίντριχ, αταξία friedreich θεραπεια

Συνώνυμα: αταξία

χάος, ακαταστασία, κυκεώνας, αίθουσα αξιωματικών πλοίου, φαγητό, παιδιά, παιγνίδι, σύγχυση, κακό, σκανδαλιά, βλάβη, ζημιά, αγριάδα, αγριότητα, αγριότης, ανακάτωμα, μπέρδεμα, σάστισμα, ανακατωσούρα, ανοησία, κατεργαριά, κακία, παρατυπία, ανωμαλία, ατασθαλία

Μεταφράσεις: αταξία

αταξία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disorder, ataxia, disarray, mischievousness, mischief

αταξία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desorden, desconcierto, desarreglo, ataxia, la ataxia, ataxia de, la ataxia de

αταξία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unordnung, chaos, Ataxia, Ataxie, Ataxien

αταξία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atteinte, maladie, fouillis, chaos, troubles, confusion, dérangement, trouble, pagaille, désordre, perturbation, dérèglement, pagaïe, anarchie, ataxie, l'ataxie, une ataxie, d'ataxie

αταξία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disordine, soqquadro, scompiglio, atassia, l'atassia, atassia di, ataxia

αταξία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desordem, desordenar, desobedecer, ataxia, a ataxia, ataxia de, de ataxia

αταξία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwarring, rommel, disorde, rotzooi, janboel, wanorde, ataxie, ataxia, ataxie van

αταξία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расстраивать, беспорядочность, безалаберность, неустройство, бестолковщина, неурядица, непорядок, беспорядки, расстройство, беспорядок, разлад, разброд, нарушение, кавардак, неустроенность, атаксия, атаксии, атаксию, атаксией, расстройство координации движений

αταξία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uorden, ataksi, ataxia, ataxi

αταξία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oordning, oreda, ataxi, ataxia, Reichs ataxi

αταξία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häiriö, epäjärjestys, vaiva, hajaannus, häiritä, hämminki, vaivata, ataksia, ataksiaa, ataksian, ataksiaan

αταξία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uorden, forvirring, forstyrrelse, ataksi, ataxi, ataxia

αταξία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
porucha, výtržnost, nepořádek, zmatek, onemocnění, ataxie, ataxii, ataxia, ataxií

αταξία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roztrzepać, dolegliwość, rozstrój, bałagan, nieład, rozwichrzyć, choroba, zaburzenie, nieporządek, bezład, ataksja, ataksji, ataksję, ataxia, zespół ataksja

αταξία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendellenesség, ataxia, ataxiát, az ataxia, ataxiával, mozgászavar

αταξία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzensizlik, karışıklık, ataksi, ataksisi, ataksia, ataxia, ataksiye

αταξία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, безладдя, атаксія, атаксия

αταξία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ataksi, ataksisë

αταξία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атаксия, атаксия на, атаксията, атаксиа

αταξία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Атакс, атаксія

αταξία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häire, korratus, ataksia, ataksiat

αταξία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasulo, zabuna, metež, smetnja, zbrka, bolest, ataksija, ataksije, ataxia, ataksiju

αταξία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slingur, hreyfiglöp, ósamhæfðar hreyfingar, ósamhæfðar vöðvahreyfingar, óregluhreyfingar

αταξία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
confusio

αταξία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netvarka, ataksija, ataksijos, ataksiją, pereinanti ataksija

αταξία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nekārtība, nemieri, ataksija, ataksiju, ataksijas

αταξία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атаксија, атаксијата, атаксија на, ataxia

αταξία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezordine, ataxie, ataxia, ataxiei

αταξία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ataksija, ataxia, ataksijo, ataksije

αταξία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ataxia, ataxie, ataxiu
Τυχαίες λέξεις