Λέξη: αταβιστικός

Σχετικές λέξεις: αταβιστικός

αταβιστικός λεξικό, αταβιστικός τι σημαινει

Μεταφράσεις: αταβιστικός

αταβιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atavistic

αταβιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atávico, atávica, atávicos, atávicas, atavistic

αταβιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
atavistisch, atavistischen, atavistische, atavistischer, atavistisches

αταβιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atavique, ataviques, atavisme, atavistic

αταβιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atavico, atavica, atavici, ataviche, atavistic

αταβιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atávico, atávica, atavistic, atávicos, atavismo

αταβιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atavistisch, atavistic, atavistische, atavistische die, de atavistische

αταβιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
атавистический, атавистическое, атавистическим, атавистическая, атавистические

αταβιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
atavistic, atavistisk, atavistiske, primitiv

αταβιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
atavistiskt, atavistisk, atavistiska

αταβιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
atavistinen, atavistic, atavistik, oloissa elävän kansan ajattelutapaan

αταβιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
atavistisk, atavistic, atavistiske

αταβιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
atavistický, atavistická, atavistické, atavistické pouto

αταβιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
atawistyczny, atawistyczne, atawistycznym, atawistycznej

αταβιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
atavisztikus, az atavisztikus

αταβιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atalara çeken, atalarla ilgili, atavistic, atalarla, atavistik

αταβιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атавістичний

αταβιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atavik

αταβιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
атавистичен, атавистична, атавистично, атавистичния, атавистичният

αταβιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атавістычны

αταβιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
atavistlik, igandlik, ATAVISTIC, ATAVISTIC Välja

αταβιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
atavistički, atavističko

αταβιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atavistic

αταβιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Atawistyczny

αταβιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atavistic

αταβιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
атавистичка, атавистички, атавистичката

αταβιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atavic, atavică, atavică de, atavice, de primitive

αταβιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Atavistički

αταβιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
atavistický, atavistické
Τυχαίες λέξεις