Bevorderlijk στα ελληνικά

Μετάφραση: bevorderlijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήσιμος, πολύτιμος, πλεονεκτικός, τιμαλφής, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί
Bevorderlijk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevorderen στα ελληνικά - προάγω, προκαταβάλλω, ενισχύω, προωθώ, παραπέρα, μακρύτερος, περαιτέρω, ...
  • bevordering στα ελληνικά - προώθηση, προαγωγή, ανάδειξη, προβολή, προώθησης, την προώθηση
  • bevredigen στα ελληνικά - ικανοποιώ, ικανοποιήσουμε, δίνω χαρά, ικανοποιήσει τις, ευχαριστώ
  • bevredigend στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
Τυχαίες λέξεις
Bevorderlijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήσιμος, πολύτιμος, πλεονεκτικός, τιμαλφής, ευνοϊκό, ευνοεί, που ευνοεί, ευνοούν, συντελεί