Beweren στα ελληνικά

Μετάφραση: beweren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατίδιο, κράτος, υποστηρίζω, διεκδικώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης
Beweren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beweging στα ελληνικά - σαλεύω, πτερυγίζω, γνέφω, ανακατεύω, ντόρος, πρόταση, μετακομίζω, ...
  • bewegingloos στα ελληνικά - ακίνητος, αδρανής, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα
  • bewering στα ελληνικά - ισχυρισμός, ισχυρισμό, τον ισχυρισμό, ισχυρισμού, ο ισχυρισμός
  • bewerken στα ελληνικά - διαδικασία, προσαρμόζω, διασκευάζω, κατεργάζομαι, σκαλίζω, επεξεργάζομαι, καλλιεργώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Beweren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατίδιο, κράτος, υποστηρίζω, διεκδικώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση, αξίωσης