Λέξη: διέξοδος

Σχετικές λέξεις: διέξοδος

διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό, διέξοδος μεσολόγγι, διέξοδος τεχνική, διέξοδοσ συνώνυμα, διέξοδος alpha

Συνώνυμα: διέξοδος

άνοιγμα αερισμού, οπή αερισμού, τρύπα, έξοδος, αγορά, ηλεκτρική σύνδεση, εκροή, προσφυγή, καταφύγιο, καταφυγή, εναλλακτική λύση, εναλλαγή, εκλογή μεταξύ δύο

Μεταφράσεις: διέξοδος

διέξοδος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
outlet, vent, way out, recourse, way

διέξοδος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desembocadura, desagüe, abertura, orificio, salida, de salida, toma, toma de, salida de

διέξοδος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luftloch, absatzkanal, absatzgebiet, auslas, abfluss, öffnung, abluftstutzen, vulkan, entlüftung, ausgang, abzug, rockfalte, ausguss, schlitz, lüften, steckdose, Ausgang, Auslauf, Ablauf, Abfluss, Auslass

διέξοδος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
percée, échappement, issue, valve, sortie, débouché, volcan, soupape, écoulement, ouverture, orifice, trou, prise, de sortie, la sortie, sortie de

διέξοδος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esito, sbocco, sfogo, presa, uscita, presa di, di uscita, scarico

διέξοδος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
porta, vulcão, saída, tomada, tomada de, de saída, saída de

διέξοδος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitweg, uitgang, afrit, vulkaan, stopcontact, verkooppunt, afzetgebied, uitloop

διέξοδος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распределение, продушина, отдушина, сток, отверстие, выход, вулкан, вытекание, пастбище, русло, устье, на выходе, розетка, выпускной, выходной

διέξοδος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utgang, utløp, uttak, stikkontakt, uttaket

διέξοδος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlopp, utlopp, utlopps, utloppet, uttaget, Outlet

διέξοδος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poistoaukko, halkio, pistorasia, tulivuori, räppänä, töpseli, pistorasiaan, Outlet, pistorasiasta

διέξοδος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgang, outlet, stikkontakt, udløb, udløbet, stikkontakten

διέξοδος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otevření, odtok, výpust, odpad, díra, východisko, výfuk, odbytiště, otvor, východ, odvod, výstupní, výstup

διέξοδος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpływ, ujście, otwór, wentyl, odpowietrznik, wlot, wylot, upust, placówka, wejście, odpowietrzać, gniazdo, wylotowy, outlet

διέξοδος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vulkántorok, vulkáncsatorna, gyújtónyílás, robbantólyuk, erély, furulyalyuk, gyújtólyuk, kivezetés, aljzatba, kilépő, aljzatból, aljzathoz

διέξοδος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanardağ, çıkış, çıkışı, outlet, prizi, prizinin

διέξοδος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
устя, річище, жилкуватий, венозний, віддушина, стік, вихід, усті, венозна, русло, виходу

διέξοδος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prizë, dalje, prizë të, derdhet, dalja

διέξοδος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, вулкан, изход, отдушник, излаз, изходящия, изпускателен отвор

διέξοδος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выхад, выйсце, вынахад

διέξοδος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljalaskeava, seinakontakt, pistikupesa, väljund, pistikupessa, seinakontakti

διέξοδος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proračun, otrov, ventil, potrošiti, izdatak, procjena, odahnuti, odušak, izdaci, ispust, izlaz, utičnicu, utičnica, izlazni

διέξοδος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
affall, útrás, innstungu, úttak, úttakið, úttaki

διέξοδος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vulkanas, ugnikalnis, anga, išėjimas, išleidimo, lizdas, lizdo

διέξοδος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vulkāns, izeja, kontaktligzda, noieta, noieta tirgus, izvads

διέξοδος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вулкан, излезот, излез, штекер, вентил, штекерот

διέξοδος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vulcan, priză, evacuare, ieșire, de evacuare, de ieșire

διέξοδος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vtičnica, vtičnico, outlet, izstop, odvod

διέξοδος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výfuk, výtok, výpust, otvor, odtok, odtoku
Τυχαίες λέξεις