Bewijzen στα ελληνικά
Μετάφραση: bewijzen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδείξεις, δείχνω, στοιχεία, μαρτυρία, αποδεικνύω, παράσταση, εμφαίνω, απόδειξη, να αποδείξει, για να αποδείξει, να αποδείξουν, να αποδειχθεί, να αποδεικνύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewerkstelligen στα ελληνικά - κατορθώνω, για τη δημιουργία, να θεσπίσει, να καθορίσει, να καθοριστεί, τη δημιουργία
- bewijs στα ελληνικά - απόδειξη, πειστήριο, επίδειξη, κουπόνι, πιστοποιητικό, διαδήλωση, δείγμα, ...
- bewimpelen στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, εξηγώ, συγκαλύπτω
- bewind στα ελληνικά - βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Bewijzen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδείξεις, δείχνω, στοιχεία, μαρτυρία, αποδεικνύω, παράσταση, εμφαίνω, απόδειξη, να αποδείξει, για να αποδείξει, να αποδείξουν, να αποδειχθεί, να αποδεικνύουν
Μεταφράσεις: αποδείξεις, δείχνω, στοιχεία, μαρτυρία, αποδεικνύω, παράσταση, εμφαίνω, απόδειξη, να αποδείξει, για να αποδείξει, να αποδείξουν, να αποδειχθεί, να αποδεικνύουν