Bezingen στα ελληνικά
Μετάφραση: bezingen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezighouden στα ελληνικά - παίρνω, καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
- bezijden στα ελληνικά - δίπλα, παράλληλα, παράλληλα με, μαζί, μαζί με
- bezinksel στα ελληνικά - ιλύς, επαναθέτω, ίζημα, κατακάθι, προσχώνω, ιζήματα, ιζημάτων, ...
- bezinning στα ελληνικά - επίγνωση, αντίληψη, αισθήσεις, αντανάκλαση, προβληματισμού, προβληματισμό, αντανάκλαση του, ...
Τυχαίες λέξεις
Bezingen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
Μεταφράσεις: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω