Λέξη: αυταρχικός
Σχετικές λέξεις: αυταρχικός
αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός λεξικό, αυταρχικός πατέρας, αυταρχικός δάσκαλος, αυταρχικός εκπαιδευτικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός ηγέτης, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός χαρακτήρας
Συνώνυμα: αυταρχικός
απολυταρχικός, τυραννικός, αγέρωχος, δεσποτικός, πρόθυμος, φιλοπράγμων, ενοχλητικά πρόθυμος, επιτακτικός, προστακτικός, αυθαίρετος, οριστικός, ανένδοτος, δικαστικός, καταθλιπτικός
Μεταφράσεις: αυταρχικός
αυταρχικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bossy, imperious, officious, autocratic, overbearing
αυταρχικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
imperioso, mandón, mandona, mandones, autoritario, bossy
αυταρχικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befehlshaberisch, gebieterisch, herrisch, bossy, rechthaberisch, herrschsüchtig, herrische
αυταρχικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impérieux, autoritaire, Bossy, autoritaires, tyrannique
αυταρχικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperioso, prepotente, Bossy, autoritario, autoritaria, prepotenti
αυταρχικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mandão, bossy, mandona, autoritária, autoritário
αυταρχικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bazig, bazige, bossy
αυταρχικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
категорический, бдительный, пристальный, мощный, императивный, начальнический, настоятельный, внимательный, выпуклый, насущный, спешный, могущественный, повелительный, могучий, высокомерный, властный, корова, командовать, властная, властной
αυταρχικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjefete, bossy
αυταρχικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bossy, diktatorisk, domdera, kalv, på bossy
αυταρχικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kopea, nokkava, ylenkatseellinen, mahtaileva, leuhka, pöyhkeä, määräilevä, bossy, komenteleva, määräilevältä, komentelevaisia
αυταρχικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bossy, kommanderende
αυταρχικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
panovačný, velitelský, pánovitý, panovačná
αυταρχικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
władczy, naglący, apodyktyczny, guzowaty, apodyktyczna, despotyczna
αυταρχικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
parancsolgató, hatalmaskodó, irányítgató, főnökös, főnökösködő, bossy
αυταρχικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otoriter, bossy, emretmeyi, patron, emretmeyi seven
αυταρχικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імперіалістичний, шишкуватий, випуклий, опуклий, корова, корову
αυταρχικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mish, urdhëronjës, autoritar
αυταρχικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
деспотичен, Боси, крава, властна, командва
αυταρχικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карова, корова
αυταρχικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käskiv, kamandav, kõrk, ülemuslik, võimukas, Määrav, Määräilevä, bossy
αυταρχικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zapovjednički, zapovijedan, bossy
αυταρχικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
agressívur
αυταρχικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Išlenktas, Mėsa, Karvė, Guzowaty, Apodyktyczny
αυταρχικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izliekts, punains, komandējoša
αυταρχικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крава, заповедничката
αυταρχικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bossy, autoritară, autoritar, autoritari, șefa
αυταρχικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukazovalna, Bossy
αυταρχικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
panovačný, pánovitý