Λέξη: ουσιαστικό

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό

ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό γραμματική, ουσιαστικό επίθετο, ουσιαστικό δεδικασμένο, ουσιαστικό του θέτω, ουσιαστικό του δίνω

Συνώνυμα: ουσιαστικό

όνομα

Μεταφράσεις: ουσιαστικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substantive, noun, essential, substantial, an essential
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sustantivo, sust, nombre, noun, nominal
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
materiell, hauptwort, real, wesentlich, substantivisch, Substantiv, Nomen, noun, Subst, Substantiv wird
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réel, important, substantiel, justifier, objectif, nom, subst, noun, substantif, nominal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostantivo, nome, s, noun, f
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
substância, substantivo, s, noun, nome
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
substantief, naamwoord, zelfstandig naamwoord, znw, zelfstandig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самостоятельный, значительный, существенный, субстантивный, существительное, независимый, важный, сущ, существительным, имя существительное, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
substantiv, noun, substantivet, Navn
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
substantiv, subst, noun, substantivet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olennainen, nimisana, oleellinen, merkittävä, substantiivi, noun, substantiivin, substantiivia, substantiivien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
substantiv, navneord, noun, subst, navneordet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podstatný, reálný, věcný, skutečný, bytostný, podstatné jméno, noun, substantivum, podstatného jména, substantiva
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
faktycznie, merytoryczny, rzeczowy, rzeczownik, rzecz, noun, własna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lényegi, anyagi, érdemi, főnév, Noun, Mutasd, Translate
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemli, isim, i, noun, ad
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іменник, существительное
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emër, noun, emër në, emër i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съществително, съществителното, съществително име
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назоўнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nimisõna, tegelik, substantiiv, noun, Tõlked, Wiki, nimisõnast
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samostalan, imenica, nezavisan, noun, imenicu, imenice, imenica koja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nafnorð, Noun, nafnorðsins, nafnorðið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daiktavardis, noun, Vertimai, vnt, Lietuviškai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietvārds, noun, lietvārda, lietvārdu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
именка, именката, именски, именска, именките
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
substantiv, Noun
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samostalnik, noun
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podstatný, podstatné meno, podstatným menom

Στατιστικά δημοτικότητας: ουσιαστικό

Τυχαίες λέξεις