Bij στα ελληνικά

Μετάφραση: bij, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
από, προς, δίπλα, πλάι, σε, στο, κατά, στη, στην
Bij στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bieslook στα ελληνικά - είδος κρεμμυδιού, κρεμμύδι, σχοινόπρασο, φρέσκο κρεμμύδι, σχοινόπρασου
  • biet στα ελληνικά - τεύτλο, τεύτλων, τεύτλα, ζαχαρότευτλα, τα τεύτλα, τεύτλου
  • bijbehorend στα ελληνικά - επικουρικός, βοηθητικός, συμπλήρωμα, συνεργός, υποβοηθητικός, θυγατρική, δευτερεύων, ...
  • bijdehand στα ελληνικά - έξυπνος, επιδέξιος, ευκίνητος, σβέλτος, ζωηρός, Spry, εργασίας Spry
Τυχαίες λέξεις
Bij στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: από, προς, δίπλα, πλάι, σε, στο, κατά, στη, στην