Bikken στα ελληνικά
Μετάφραση: bikken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταΐζω, τρώω, σιτίζω, τσιπ, τροφοδοτώ, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijzonder στα ελληνικά - ασυνήθιστα, πολύ, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
- bijzonderheid στα ελληνικά - απαριθμώ, λεπτομέρεια, χαρακτηριστικό, ιδιαιτερότητα, ιδιαιτερότητας, ιδιομορφία
- bil στα ελληνικά - θράσος, θρασύτητα, μάγουλο, αναίδεια, γλουτός, γλουτό, γλουτών, ...
- biljart στα ελληνικά - μπιλιάρδο, μπιλιάρδου, μπιλιάρδα, το μπιλιάρδο
Τυχαίες λέξεις
Bikken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταΐζω, τρώω, σιτίζω, τσιπ, τροφοδοτώ, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε
Μεταφράσεις: ταΐζω, τρώω, σιτίζω, τσιπ, τροφοδοτώ, φάω, τρώνε, φάει, φάτε, τρώτε