Λέξη: βάθος

Σχετικές λέξεις: βάθος

βάθος κόλπου γυναίκας, βάθος κήπος, βάθος αναδρομής, βάθος χρώματος, βάθος πεδίου διάφραγμα, βάθος πεδίου, βάθος διείσδυσης, βάθος ινδικού ωκεανού, βάθος αναδρομής κλήσης, στο βάθος κήπος

Συνώνυμα: βάθος

πλάτη, κώλος, νώτα, βαθύτης, βαθύτητα, πυθμένας, κάτω μέρος, ένταση, ορθότητα, υγιές, υγεία, ορθότης, φόντο

Μεταφράσεις: βάθος

βάθος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
depth, background, back, bottom, depth of

βάθος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hondura, fondo, profundidad, la profundidad, profundidad de, de profundidad

βάθος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tiefe, Tiefe, Tiefen, eingehende, Höhe

βάθος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précipice, épaisseur, gouffre, abîme, abysse, profondeur, fond, approfondie, la profondeur, approfondi, approfondies

βάθος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altezza, fondo, profondità, approfondita, profondità di, approfondito, la profondità

βάθος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
profundidade, desagasalhar, profundeza, de profundidade, profundidade de, aprofundada, a profundidade

βάθος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diepte, kolk, diepgaande, grondige, de diepte, diepgaand

βάθος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разгар, глубь, сила, глубина, пучина, густота, середина, интенсивность, глубины, глубине, глубину, глубиной

βάθος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyp, dybde, dybden

βάθος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
djup, djupet, djupgående, ingående

βάθος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syvyys, suunnassa, syvyyttä, syvyyden, perusteellisesti

βάθος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dybde, dybden, indgående, dybtgående, tilbundsgående

βάθος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlubina, propast, hloubka, šířka, hloubky, hloubku, hloubce, hloubkou

βάθος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głębina, głębia, toń, głębokość, otchłań, dogłębność, głębi, głębokości, z głębi, bi

βάθος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
képmélység, vízmagasság, falvastagság, mélység, mélysége, mélyreható, mélységben, mélységet

βάθος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
derinlik, derinliği, derinlemesine, derin, derinliğinin

βάθος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глибина, густота, глибочінь, сила, розпал, глиб

βάθος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thellësi, thellësia, thellësinë, Thellesia, thellësi të

βάθος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дълбочина, задълбочено, задълбочен, дълбочината, задълбочени

βάθος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глыбіня

βάθος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sügavus, põhjalik, põhjaliku, sügavuse, sügavust

βάθος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezdan, dubina, širina, dubine, dubinu, Visina, dubini

βάθος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýpi, dýpt, ítarlegum

βάθος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gylis, gylio, gylį, aukštis, gilumas

βάθος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dziļums, divos virzienos, dziļumu, dziļuma, padziļinātu

βάθος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
длабочина, длабочината на, длабочината, длабочина на, длабинска

βάθος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adâncime, profunzime, adâncimea, aprofundată, aprofundate

βάθος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
globina, globine, globino, Višina, globini

βάθος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výška, hĺbka, hľbka

Στατιστικά δημοτικότητας: βάθος

Τυχαίες λέξεις