Τροφοδοτώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nuttigen, bikken, voer, brandstof, gebruiken, eten, stookmateriaal, voeding, vreten, stoken, Stoke, stookt, stookt op, stook
Τροφοδοτώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ

τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τροφοδοτώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τροφικός στα ολλανδικά - voedzaam, voedend, voedingswaarde, voedende, voedzame
  • τροφοδοσία στα ολλανδικά - catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis
  • τροφοδότης στα ολλανδικά - cateraar, traiteur, catering, traiteur van, caterer
  • τροχαλία στα ολλανδικά - hijsblok, schijf, katrol, poelie, riemschijf, pulley
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nuttigen, bikken, voer, brandstof, gebruiken, eten, stookmateriaal, voeding, vreten, stoken, Stoke, stookt, stookt op, stook