Λέξη: αύριο

Σχετικές λέξεις: αύριο

αύριο απεργία, αύριο θα ναι αργά 2002 (όλη η ταινία), αύριο θα ναι αργά 2002, αύριο απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις, αύριο γιορτάζουν, αύριο οι πόλεις, αύριο λες και μέσα σ’ αυτή τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ, αύριο θά ́ναι αργά, αύριο θα είναι αργά, αύριο θα ξέρουμε, καιρός αύριο, ο καιρός αύριο, ο καιρός, απεργίες, απεργίες αύριο, ελλάδα αύριο

Μεταφράσεις: αύριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
morrow, tomorrow, future
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mañana, de mañana, futuro, mañana por, el mañana
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
morgen, Zukunft, heute, morgen Bei der Anfrage, von morgen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
matin, demain, matinée, lendemain, de demain, avenir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
domani, di domani, futuro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
túmulo, amanhã, hoje, de amanhã, futuro, amanhă
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
morgen, van morgen, toekomst, de toekomst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завтра, время, утро, будущее, назавтра, завтрашний, завтрашний день
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
i morgen, morgen, morgendagens, overmorgen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
i morgon, morgon, imorgon, morgondagens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomen, huominen, huomenna, huomisen, huomena, huomista, huomisessa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
i morgen, morgen, morgendagens, fremtidens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ráno, zítřek, zítra, Dnes, zítra v, zítřejší
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poranek, jutro, jutra, się jutro
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
holnap, holnapi, jövő, a holnap, holnapra
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarın, Tomorrow, yarýn
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
морфологія, завтра
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nesër, neser, nesërmja, nesër në, e nesërmja
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утро, утре, Tomorrow, утрешния ден, утрешния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заутра, заўтра, завтра
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
homme, homse, tomorrow, tuleviku, homsel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sutrašnji, jutro, sutrašnje, sutrašnjica, sutra, sutradan, se sutra
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
á morgun, morgun
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cras
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rytojus, rytdiena, rytoj, rytojaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rītdiena, rīt, rītdien, rītdienas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
утре, утрешнината, иднината, утрешниот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mâine, maine, de mâine, ziua de mâine, mîine
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jutri
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zajtra

Στατιστικά δημοτικότητας: αύριο

Τυχαίες λέξεις