Billijkheid στα ελληνικά
Μετάφραση: billijkheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- billijk στα ελληνικά - δίκαιος, δικαίωμα, πανηγύρι, σωστός, μόλις, ηθικός, ενάρετος, ...
- billijken στα ελληνικά - εγκρίνω, επιδοκιμάζω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
- binair στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
- binden στα ελληνικά - δένω, πεδικλώνω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Billijkheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης
Μεταφράσεις: ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, ίδια κεφάλαια, ιδίων κεφαλαίων, μετοχών, καθαρής θέσης