Λέξη: βάρκα
Σχετικές λέξεις: βάρκα
βάρκα - «τέρας» από τη φουκουσίμα ξεβράστηκε στο σιάτλ των ηπα, βάρκα από φουκουσίμα, βάρκα χωρίς πανιά, βάρκα γιαλό, βάρκα τέρας, βάρκα ονειροκρίτης, βάρκα γιαλό στίχοι, βάρκα φουκουσίμα, βάρκα στο γιαλό, βάρκα από τη φουκουσίμα
Συνώνυμα: βάρκα
σκάφος, πλοίο, καράβι, πλοιάριο, λέμβος
Μεταφράσεις: βάρκα
βάρκα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
boat, the boat, a boat, boats
βάρκα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barca, buque, embarcación, barco, bote, barco de, en barco
βάρκα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
boot, kahn, Boot, Schiff, Boots, Bootes
βάρκα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bateau, esquif, navire, barque, embarcation, canot, nacelle, nef, bateaux, boat
βάρκα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lancia, nave, barchetta, battello, barca, imbarcazione, in barca, barca a
βάρκα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barco, canoa, batel, bote, escaler, de barco, barco de, do barco, embarcação
βάρκα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boot, schuit, de boot, schip, boat, boot volgen
βάρκα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ладья, лодка, струг, корытце, лодочник, шлюпка, челн, корабль, чёлн, судно, бот, лодки, лодке, катер
βάρκα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
båt, båten, boat
βάρκα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
båt, båten, båtens, fartyg
βάρκα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiva, vene, alus, haaksi, veneen, veneellä, venettä, veneessä
βάρκα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
båd, skib, båden, boat
βάρκα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loďka, parník, bárka, loď, člun, lodí, člunu, lodi
βάρκα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czółenko, statek, łódź, łódka, tratwa, czółno, lodżia, barkarz, łodzi, boat
βάρκα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csónak, csésze, hajó, csónakot, hajót, hajóval
βάρκα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gemi, kayık, sandal, tekne, boat, bot, teknesi
βάρκα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлюпка, човен, лодка
βάρκα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lundra, varkë, anije, barkë, anija, barka
βάρκα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лодка, лодката, кораб, лодки
βάρκα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
судно, лодка, човен
βάρκα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kastmekann, paat, laev, paadi, paadiga, boat, paati
βάρκα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čaklja, lađi, kaić, parobrod, barka, brod, čamac, jedrilica, čamaca, plovilo
βάρκα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bátur, bát, báturinn, bátnum, bátinn
βάρκα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laivelis, valtis, laivas, valčių, kateris, boat
βάρκα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laiva, laivu, Boat, laivas, kuģis
βάρκα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брод, чамецот, чамец, бродот, кораб
βάρκα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
barcă, barca, cu barca, barca de, boat
βάρκα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barka, ladja, čoln, boat, jadrnica, čolnov
βάρκα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
loď, čln, člny, čln na, boat