Boot στα ελληνικά
Μετάφραση: boot, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάφος, σκεύος, πλοίο, αγγείο, βάρκα, σκάφους, σκαφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boosaardig στα ελληνικά - βρώμικος, εμπαθής, βρόμικος, απαίσιος, κακόβουλος, φαύλος, μοχθηρός, ...
- boosheid στα ελληνικά - φούρκα, οργή, θυμός, θυμό, θυμού, το θυμό
- bord στα ελληνικά - σανίδα, περίβλημα, πλάκα, πιάτο, επιβιβάζομαι, ασπίδα, χαρτόνι, ...
- bordes στα ελληνικά - οροπέδιο, ταράτσα, βεράντα, αίθριο, βεράντα με, βεράντα του
Τυχαίες λέξεις
Boot στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάφος, σκεύος, πλοίο, αγγείο, βάρκα, σκάφους, σκαφών
Μεταφράσεις: σκάφος, σκεύος, πλοίο, αγγείο, βάρκα, σκάφους, σκαφών