Λέξη: βρέφος
Σχετικές λέξεις: βρέφος
βρέφος 6 μηνών, βρέφος ονειροκρίτης, βρέφος τριών μηνών, βρέφος 2 μηνών, βρέφος 10 μηνών, βρέφος 7 μηνών, βρέφος δεν κοιμάται, βρέφος 4 μηνών, βρέφος 5 μηνών, βρέφος 3 μηνών
Συνώνυμα: βρέφος
μωρό, νήπιο, βυζανιάρικο, θηλασμός, θηλάζο νεογνόν ζώου, θηλάζο βρέφος
Μεταφράσεις: βρέφος
βρέφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
infant, baby, babe, the infant, an infant
βρέφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
niño, criatura, nene, bebé, infantil, infante, lactante
βρέφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
minderjährige, minderjähriger, kleinkind, baby, kind, säugling, Säugling, Kleinkind, Kind, Baby, Säuglings
βρέφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mineur, poupon, nourrisson, enfant, infantile, bébé, nourrissons
βρέφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infantile, infante, bambino, neonato, neonati
βρέφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criancinha, menino, criança, infante, menina, barato, infantil, bebê, bebé
βρέφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuigeling, baby, kind, kleine kinderen, voor kleine kinderen
βρέφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малютка, вундеркинд, несовершеннолетний, ребенок, младенец, младенческой, младенческая, детской
βρέφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
småbarn, spedbarn, Infant, baby, barnet, Spedbarns
βρέφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spädbarn, barnet, Infant, baby, spädbarns
βρέφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeväinen, vauva, pienokainen, pikkulapsi, lapsi, pikkulasten, infant, vauvan, Lastensängyt, lapselle
βρέφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spædbarn, barn, barnet, spædbørn, baby
βρέφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nezletilý, kojenec, miminko, nedospělý, mladistvý, nezletilec, nemluvně, dítě, kojenecké, kojenecká
βρέφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemowlę, dzieciątko, dziecko, noworodek, niemowląt, dla niemowląt
βρέφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csecsemő, gyermek, csecsemőt, csecsemők
βρέφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bebek, çocuk, bebeğin, infant
βρέφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дитинство, немовля, дитина
βρέφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
foshnjë, i mitur, foshnjore, mitur, foshnjave
βρέφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бебе, пеленаче, детски, детската, кърмачета
βρέφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
немаўля, дзіця, дзіцятка, немаўлятка
βρέφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
titt, laps, infant, imik, imiku, imikute, väikelaste
βρέφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djetinji, novorođenče, dijete, malu djecu, za malu djecu, dojenče, dojenčadi
βρέφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ungbarn, ungbarna, barnið, ungabarn, ungbarnadauði
βρέφος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
infans
βρέφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūdikis, kūdikiams, kūdikių, kūdikio, vaikų
βρέφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mazulis, bērniņš, zīdainis, zīdaiņu, zīdaiņiem, zīdainim, bērns
βρέφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
новороденчињата, детето, новороденчето, доенчињата, малиот
βρέφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bebeluş, infantil, minor, copil, infantile, sugari
βρέφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dojenec, dojenček, dojenčkov, dojenčke, dojenčka, za dojenčke
βρέφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemluvňa, bábätko, batoľa, nedospelý, nemluvně
Στατιστικά δημοτικότητας: βρέφος
Τυχαίες λέξεις