Borstelen στα ελληνικά

Μετάφραση: borstelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουρτσίζω, βούρτσα, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Borstelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borst στα ελληνικά - στήθος, νεαρός, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
  • borstel στα ελληνικά - πινέλο, βούρτσα, βουρτσίζω, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
  • borstelig στα ελληνικά - ακατάστατος, σκληρότριχος, bristly, αγκαθωτούς, τριχωτή
  • borstspeld στα ελληνικά - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
Τυχαίες λέξεις
Borstelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουρτσίζω, βούρτσα, πινέλο, σκούπα, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου