Βούρτσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: βούρτσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwast, hakhoutbosje, wisser, borstel, ruigte, borstelen, schuieren, penseel, brush, borsteltje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούρτσα
βούρτσα μαλλιών θερμού αέρα perfect, βούρτσα με φυσική τρίχα, βούρτσα μαλλιών, βούρτσα slicker για τα κουνέλια, βούρτσα satin hair της braun, βούρτσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βούρτσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βούλα στα ολλανδικά - mop, bezegelen, smet, moet, zetel, stier, lokaal, ...
- βούληση στα ολλανδικά - zin, wil, zullen, zal, zult, willen
- βούτυρο στα ολλανδικά - boter, de boter, van boter
- βράγχιο στα ολλανδικά - kieuw, Gill, kieuwen, kieuw-, staandwantvisserij
Τυχαίες λέξεις
Βούρτσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwast, hakhoutbosje, wisser, borstel, ruigte, borstelen, schuieren, penseel, brush, borsteltje
Μεταφράσεις: kwast, hakhoutbosje, wisser, borstel, ruigte, borstelen, schuieren, penseel, brush, borsteltje