Bovenmatig στα ελληνικά

Μετάφραση: bovenmatig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύψιστος, υπερβολικός, μέγιστος, ακραίος, άκρο, ακραίες, ακραία, ακραίων
Bovenmatig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bovendien στα ελληνικά - άλλωστε, επίσης, και, παρομοίως, επιπλέον, εξάλλου, Επιπλέον, ...
  • bovengronds στα ελληνικά - Overground, υπέργειο, υπέργειου, του υπέργειου, υπέργειες
  • bovenste στα ελληνικά - άνω, ανώτερος, πάνω, επάνω, ανώτερο
  • box στα ελληνικά - αναβάλλω, στάβλος, στάβλο, stall, στασίδι
Τυχαίες λέξεις
Bovenmatig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύψιστος, υπερβολικός, μέγιστος, ακραίος, άκρο, ακραίες, ακραία, ακραίων